- τάνυσσαν
- τανύωstretchaor ind act 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… … Dictionary of Greek
υποτανύω — Α απλώνω αποκάτω («ὑπὸ δ ἕρματα μακρὰ τάνυσσαν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + τανύω «τεντώνω, εκτείνω»] … Dictionary of Greek